συμπέταλα

συμπέταλα
Υποδιαίρεση της τάξης των φανερόγαμων δικοτυλήδονων. Λέγονται επίσης και γαμοπέταλα. Περιλαμβάνουν θάμνους ποώδεις και έχουν άνθη πάντοτε πλήρη, δηλαδή με κάλυκα και στεφάνη. Η τελευταία σχηματίζεται από πέταλα, ενωμένα τουλάχιστον στη βάση. Οι στήμονες είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, προσκολλημένοι στη στεφάνη, η οποία συχνά έχει μορφή κυπέλλου ή χωνιού. Τα πέταλα καταλήγουν σε λοβούς. Στα φυτά αυτά περιλαμβάνονται οι πρίμουλες, οι γεντιανές, η σάλβια, οι κονβόλβουλοι, τα ρείκια, οι κολοκυθιές κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… …   Dictionary of Greek

  • νυχτολούλουδο — Κοινή ονομασία φυτών των οποίων τα άνθη ανοίγουν τη νύχτα και κλείνουν την ημέρα. Τέτοιο φυτό είναι η μιράμπιλις η γιαλάπα, που λέγεται επίσης και δειλινό. Είναι θαμνόμορφη κονδυλόρριζη πόα, ύψους 50 80 εκ. και κατάγεται από το Περού. Έχει φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… …   Dictionary of Greek

  • στήμονας — Όργανο που στο άνθος των Αγγειοσπέρμων παίρνει μέρος στο σχηματισμό του «ανδρείου» ή «ανδρωνίτη», δηλαδή του άρρενος γεννητικού συστήματος. Κάθε σ. αποτελείται από δύο μέρη που διακρίνονται καθαρά: το νήμα και τον ανθήρα, ο οποίος φέρεται στην… …   Dictionary of Greek

  • στραμώνιο — Κοινό όνομα του φυτού δατούρα η στραμώνιος της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Ετήσια πόα, κατάγεται από τις περιοχές, τις γύρω από την Κασπία θάλασσα, αλλά το βρίσκουμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, σε ακαλλιέργητους και πετρώδεις τόπους.… …   Dictionary of Greek

  • συμπέταλος — η, ο, Ν 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμπέταλα βοτ. ομάδα αγ γειόσπερμων δικότυλων φυτών η οποία, στα νεώτερα συστήματα κατάταξης, θεωρείται ως υποκλάση τής κλάσης δικότυλα και περιλαμβάνει κυρίως ποώδη φυτά που χαρακτηρίζονται από το ότι τα… …   Dictionary of Greek

  • συμπεταλία — η, Ν το χαρακτηριστικό τών συμπέταλων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπέταλα + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • βόραγο — (borago). Γένος μονοετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των βοραγινιδών. Είναι φυτό των παραμεσογειακών περιοχών. Στο γένος β. ανήκουν έξι είδη, από τα οποία το β. το φαρμακευτικό είναι κοινό σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργημένους ή όχι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”